ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ CLEO: Γνώσεις, αντιλήψεις και πρακτικές των Ελλήνων έναντι της COVID-19
Σχεδόν ένα χρόνο μετά την πρώτη εμφάνιση στην Κίνα του ιού SARS-CoV2, που προκαλεί τη νόσο COVID-19, οι γνώσεις, οι αντιλήψεις και οι πρακτικές των Ελλήνων έναντι της νόσου, αφήνουν περιθώρια για σημαντική βελτίωση στην τήρηση των μέτρων ελέγχου και άρα στον περιορισμό της διασποράς.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από έρευνα που πραγματοποίησε το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO, μέσω τηλεφώνου και μέσω διαδικτύου (50-50%) η οποία είναι μία από τις πρώτες μελέτες που εξέτασαν τις γνώσεις, τη αντιλήψεις και τις πρακτικές (Knowledge – Attitudes – Practices / KAP) του γενικού ενήλικου πληθυσμού στην Ελλάδα σχετικά με την COVID-19.
«Δεδομένου ότι έως σήμερα δεν υπάρχει ούτε αποτελεσματική θεραπεία ούτε εμβόλιο για την COVID-19, αλλά και ότι αναμένουμε το δεύτερο κύμα της πανδημίας, τα ευρήματα της παρούσας έρευνας μπορεί να είναι εξαιρετικά πολύτιμα για τους αξιωματούχους της δημόσιας υγείας της χώρας μας, καθώς μας δίνουν πληροφορίες σχετικά με πληθυσμιακές ομάδες στις οποίες χρειάζεται να εστιάσουν στοχευμένες παρεμβάσεις πρόληψης ή καμπάνιες ενημέρωσης για τον περιορισμό της διασποράς του ιού και την αποφυγή μελλοντικών κρίσεων δημόσιας υγείας», τονίζει ο Δρ. Θεοκλής Ζαούτης, Επιστημονικός Διευθυντής του CLEO.
Η δύναμη της γνώσης στην αντιμετώπιση της πανδημίας
Η πανδημία COVID-19 έφερε τα εθνικά συστήματα υγείας αντιμέτωπα με πρωτόγνωρες προκλήσεις. Η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες χώρες, εφάρμοσε επειγόντως μέτρα, όπως οι κοινωνικές αποστάσεις, η καραντίνα, οι περιορισμοί στα ταξίδια και τις μεταφορές και το κλείσιμο των συνόρων, προκειμένου να περιοριστεί η διασπορά, να μειωθεί ο κίνδυνος νόσησης και έτσι να αποφευχθεί η υπερφόρτωση του συστήματος υγείας. Ωστόσο, οι γνώσεις, οι αντιλήψεις ή και οι παρανοήσεις του κοινού σχετικά με τις μεταδοτικές ασθένειες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην τήρηση αυτών των μέτρων και στην ευρύτερη διαχείριση της πανδημίας.
Η μελέτη
Λαμβάνοντας αυτά υπόψιν, η μελέτη του CLEO στόχευσε στη διερεύνηση των γνώσεων και των αντιλήψεων που διαμορφώθηκαν το προηγούμενο διάστημα στην ελληνική κοινότητα σχετικά με την COVID-19 και κατά πόσον αυτά τα δεδομένα ενδέχεται να συνδέονται με αλλαγή στη στάση των Ελλήνων έναντι άλλων μεθόδων πρόληψης, όπως π.χ. ο εμβολιασμός.
Οι ηλικίες των συμμετεχόντων στην έρευνα κυμαίνονταν από 18 έως 90 έτη και το ένα τρίτο (1/3) από αυτούς ανήκαν σε κάποια ευπαθή ομάδα.
Γνώσεις
Σε ό,τι αφορά τις μεθόδους πρόληψης, το πλύσιμο των χεριών και η τήρηση ασφαλούς απόστασης αναδεικνύονται οι πιο δημοφιλείς (Γράφημα 1). Οι γυναίκες και τα άτομα άνω των 24 ετών ήταν πιο πιθανό να γνωρίζουν τα 5 πιο κοινά συμπτώματα που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19. Το 11,2% των ερωτηθέντων πιστεύουν λανθασμένα ότι ο κορονοϊός μεταδίδεται μέσω ζώων ή κουνουπιών και το 27,6% μέσω των τροφών (Γράφημα 2).
Γράφημα 1. «Ποια από τα παραπάνω θεωρούνται μετρά πρόληψης ενάντια στην εξάπλωση του κορονοϊού;»
Γράφημα 2. «Με ποιους από τους παρακάτω τρόπους μεταδίδεται ο κορονοϊός;»
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην έρευνα ανέφερε πως τα ΜΜΕ είναι η κύρια πηγή πληροφόρησης και ενημέρωσης για την πανδημία, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι αυτά αποτελούν βασικό δίαυλο που επηρεάζει την κοινή γνώμη και θα μπορούσαν να προκαλέσουν αλλαγή συμπεριφοράς.
Αντιλήψεις
Σε ό,τι αφορά τη στάση και τις αντιλήψεις του κοινού σχετικά με την νόσο, αυτές φάνηκαν να σχετίζονται με κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά όπως η εκπαίδευση, η ηλικία και το φύλο. Το ποσοστό όσων πιστεύουν ότι ο SARS-CoV2 αναπτύχθηκε από ανθρώπους σε εργαστήρια ήταν ιδιαιτέρως υψηλό, στο 45,6% των ερωτηθέντων (Γράφημα 3).
Γράφημα 3. «Θεωρείτε ότι ο νέος κορονοϊός φτιάχτηκε από ανθρώπους σε εργαστήριο;»
Από αυτούς, υψηλότερο ήταν το ποσοστό ατόμων σε μεγαλύτερες ηλικίες (άνω των 24 ετών, με σταδιακά αυξητική τάση) καθώς και των γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες, ενώ ήταν χαμηλότερο σε άτομα που έχουν λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση, σε αντίθεση με όσους έχουν λάβει μόνο πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Οι παρατηρήσεις αυτές αναδεικνύουν στόχους για καλύτερη ενημέρωση και ανάπτυξη γνώσεων τόσο για τη νόσο COVID-19 όσο και γενικότερα για τις ασθένειες.
Πρακτικές
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το εύρημα ότι άτομα που ανήκουν σε ευπαθή ομάδα δήλωσαν πως η πανδημία COVID-19 βελτίωσε τη στάση τους απέναντι στα εμβόλια. Γενικότερα, όσοι άρχισαν να έχουν πιο θετική στάση απέναντι στα εμβόλια λόγω της πανδημίας, ανέφεραν ότι είναι πιο πιθανό να κάνουν φέτος το εμβόλιο της γρίπης σε σχέση με τον περασμένο χρόνο, αλλά και το εμβόλιο για την COVID-19 όταν θα είναι διαθέσιμο (Γράφημα 4).
Γράφημα 4. Στάσεις σχετικά με τον εμβολιασμό
Αντίστοιχα, όσοι πιστεύουν ότι ο SARS-CoV2 μεταδίδεται πιο εύκολα από τον ιό της γρίπης Η1Ν1 (Γράφημα 5), δηλώνουν ότι πλένουν συχνότερα τα χέρια τους και ότι προτίθενται να κάνουν το εμβόλιο για την COVID-19 όταν γίνει διαθέσιμο. Εξίσου διατεθειμένοι να κάνουν το εμβόλιο δήλωσαν και όσοι πιστεύουν πως ο SARS-CoV2 είναι πιο θανατηφόρος (Γράφημα 6).
Γράφημα 5. «Πόσο πιο μεταδοτικός πιστεύετε ότι είναι ο κορονοϊός σε σύγκριση με τον ιό της γρίπης Η1Ν1;»
Γράφημα 6. «Πόσο πιο θανατηφόρος πιστεύετε ότι είναι ο κορονοϊός σε σύγκριση με τον ιό της γρίπης Η1Ν1;»
Τέλος, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν σχετικά με τα κίνητρά τους για να απομονωθούν κοινωνικά αυτοβούλως. Ως βασικότερα κίνητρα ανέφεραν το φόβο μετάδοσης του ιού σε άλλους και την επιθυμία να μειωθεί η διασπορά της νόσου στην κοινότητα, ενώ ο φόβος για τη δική τους ζωή ήταν αυτό που αναφέρθηκε λιγότερο ως κίνητρο. Θα μπορούσε, λοιπόν, να ενισχυθεί η κοινωνική απομόνωση εάν δοθεί έμφαση στο κοινό καλό.
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά, η μελέτη του CLEO έδειξε ότι οι γνώσεις, οι αντιλήψεις και οι πρακτικές του κοινού επηρεάζονται από κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως η ηλικία, το φύλο και η εκπαίδευση. Έδειξε, επίσης, ότι συγκεκριμένες αντιλήψεις σχετικά με τη μετάδοση των ασθενειών μπορούν να βελτιώσουν την τήρηση των μέτρων ελέγχου και προστασίας, τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μείωση της διασποράς και στον έλεγχο της εξάπλωσης της νόσου, αλλά και να ενισχύσουν τις πολιτικές πρόληψης έναντι μελλοντικών επιδημικών κυμάτων, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά.