Παρουσιάστηκε η συνεργασία ΟΔΙΠΥ – CLEO στο Εθνικό Πρόγραμμα για πρόληψη και έλεγχο νοσοκομειακών λοιμώξεων και μικροβιακής αντοχής
«Η αντοχή των μικροβίων στα αντιβιοτικά και γενικά στις φαρμακευτικές ουσίες (AMR) εξαιτίας της λανθασμένης και υπερβολικής χρήσης τους, είναι μία από τις σοβαρότερες απειλές που αντιμετωπίζουν η δημόσια υγεία και η ανάπτυξη παγκοσμίως. Ευτυχώς, το καλύτερο όπλο που διαθέτουμε για την καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής είναι απλό, προσιτό και επιβεβαιώνεται από τα επιστημονικά δεδομένα: πρόληψη και έλεγχος των λοιμώξεων και αντιμικροβιακή διαχείριση, που στοχεύει στη βελτιστοποίηση της χρήσης αντιβιοτικών προκειμένου να αποφεύγεται η ανάπτυξη αντοχής στα αντιβιοτικά και ταυτόχρονα να εξασφαλίζεται καλύτερη έκβαση της υγείας των ασθενών».
Αυτό είναι το μήνυμα που έστειλαν ο Οργανισμός Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία – Ο.ΔΙ.Π.Υ. και το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO που συνεργάζονται στο πλαίσιο του Εθνικού Προγράμματος για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και της Αντοχής στα Αντιβιοτικά, το οποίο παρουσιάστηκε χθες Πέμπτη σε Διαδικτυακή Εκδήλωση – Συνέντευξη Τύπου, με αφορμή την πρωτοβουλία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) να καθιερώσει στα μέσα Νοεμβρίου την Παγκόσμια Εβδομάδα Ενημέρωσης και Ευαισθητοποίησης για τα Αντιμικροβιακά Φάρμακα.
Το Πρόγραμμα, που υλοποιείται με αποκλειστική δωρεά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ενώνει τις δυνάμεις όλων των ενδιαφερόμενων για την καταπολέμηση της AMR, συμπεριλαμβανομένων του Υπουργείου Υγείας, του ΕΟΔΥ, του CLEO και του ΟΔΙΠΥ. Στην υλοποίηση του Προγράμματος συνεργάζεται το Ινστιτούτο Βελτίωσης Υγείας (Institute of Healthcare Improvement, ΙΗΙ) των ΗΠΑ, παρέχοντας τεχνογνωσία και εμπειρογνωμοσύνη. Το IHI είναι ένας από τους κορυφαίους οργανισμούς που χρησιμοποιούν την προαγωγή της επιστήμης για να προωθήσουν και να διατηρήσουν καλύτερα αποτελέσματα στην υγεία και την υγειονομική περίθαλψη σε όλο τον κόσμο.
Την εκδήλωση χαιρέτισαν εκ μέρους του Υπουργείου Υγείας ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Υγείας κ. Παναγιώτης Πρεζεράκος και ο Γενικός Γραμματέας Υπηρεσιών Υγείας κ. Ιωάννης Κωτσιόπουλος, οι οποίοι επισήμαναν τόσο την ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος της αντοχής στα μικροβιακά φάρμακα όσο και την ικανοποίησή τους για την έναρξη του Προγράμματος που μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά σε αυτόν το στόχο.
Η εκπρόσωπος του ΠΟΥ στην Ελλάδα, κα Marianna Trias, σημείωσε ότι τουλάχιστον 700.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες ανθεκτικές στα φάρμακα, ενώ τα Ηνωμένα Έθνη έχουν προειδοποιήσει ότι ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να αυξηθεί ακόμα και στους 10 εκατομμύρια θανάτους ετησίως έως το 2050, τονίζοντας το μέγεθος της απειλής. Παράλληλα, δήλωσε ότι η πόρτα του ΠΟΥ και του γραφείο του στην Ελλάδα είναι πάντα ανοιχτή και ότι προσβλέπει στη συνεργασία με τις ελληνικές Αρχές αλλά και ειδικά με το νέο Πρόγραμμα.
Για την κατάσταση σε ό,τι αφορά τη μικροβιακή αντοχή αλλά και τις νοσοκομειακές λοιμώξεις στη χώρα μας μίλησε ο Αντιπρόεδρος του ΕΟΔΥ, αρμόδιος για τα μεταδοτικά νοσήματα, κ. Γιώργος Παναγιωτακόπουλος, παρουσιάζοντας τις προσπάθειες που έχει κάνει ο Οργανισμός για να βελτιώσει την κατάσταση στην Ελλάδα, η οποία ιστορικά έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης και αντοχής στα αντιβιοτικά στην Ευρώπη. Όπως αναφέρθηκε, σε πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη χρήση αντιβιοτικών σε νοσοκομεία της Ε.Ε. το 2016-17, ο επιπολασμός της χρήσης αντιβιοτικών στην Ελλάδα έφτανε στο 55,6%, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 30,5%. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων (HAI) στην Ευρώπη, πολλές από τις οποίες προκαλούνται από μικρόβια που είναι ανθεκτικά σε πολλά διαφορετικά φάρμακα.
Ειδικά σήμερα, εν μέσω της παγκόσμιας πανδημίας COVID-19, η απειλή αυτή γίνεται ακόμα πιο έντονη καθώς οι βακτηριακές λοιμώξεις είναι συχνοί παράγοντες υψηλού ποσοστού θνησιμότητας κατά τη διάρκεια ιογενών πανδημιών, λόγω της αυξημένης εξάπλωσής τους σε πολυσύχναστες δομές υγειονομικής περίθαλψης, όπου πλήττουν ήδη εξασθενημένους και ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, κάτι που τόνισε και η κα Αγγελική Καραΐσκου, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ελέγχου Λοιμώξεων και Επικεφαλής του Τμήματος Ποιότητας & Επιτήρησης Λοιμώξεων του Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας.
Το Εθνικό Πρόγραμμα
Παρουσιάζοντας τις βασικές παραμέτρους του νέου Προγράμματος ειδικά σε σχέση με τη μικροβιακή αντοχή, η Αν. Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ και Πρόεδρος του ΟΔΙΠΥ κα Δάφνη Καϊτελίδου δήλωσε σχετικά: «Παγκοσμίως, η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών λόγω παροχής μη ασφαλούς φροντίδας είναι μία από τις 10 κύριες αιτίες θανάτου και αναπηρίας. Στις χώρες του ΟΟΣΑ εκτιμάται ότι το 15% της συνολικής νοσοκομειακής δραστηριότητας και δαπανών είναι άμεσο αποτέλεσμα αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων και της αντοχής στα αντιβιοτικά. Aν και στην Ελλάδα η συλλογή δεδομένων σχετικά με τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις και η αναφορά τους έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, αυτές οι βελτιώσεις στην καταγραφή και αναφορά δεν φαίνεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των ποσοστών έκθεσης των ασθενών, τα οποία παραμένουν από τα χειρότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (Health at a Glance, 2019) η Ελλάδα παραμένει πρώτη χώρα σε κατανάλωση αντιβιοτικών (DDDs/1000 pop.) μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ. Οι παραπάνω πρακτικές μπορούν να προληφθούν μέσω υλοποίησης μέτρων βελτίωσης της ποιότητας με χαμηλό σχετικά κόστος, ειδικότερα όταν συγκριθεί με το κόστος των λαθών των επαγγελματιών υγείας. Επιπλέον, η ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών υγείας και η χρήση κατευθυντήριων γραμμών και πρωτοκόλλων παραμένει περιορισμένη. Από όλα τα παραπάνω φαίνεται πόσο σημαντική είναι η μέριμνα για την ανάπτυξη προτύπων και διαδικασιών ποιότητας για την ασφάλεια των ασθενών, η εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας, η ανάπτυξη κουλτούρας μέτρησης δεικτών και αναφοράς λαθών, η υποχρεωτική τήρηση των διαδικασιών και η διασφάλιση της συμμόρφωσης στα πρότυπα και τις διαδικασίες, που αποτελούν και βασικό στόχο του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (Ο.ΔΙ.Π.Υ.) και τα οποία αποτελούν βασικούς άξονες επάνω στους οποίους ο οργανισμός κατά προτεραιότητα θα εργαστεί. Η υλοποίηση του προγράμματος Πρόληψης και Εκπαίδευσης Ελέγχου των Νοσοκομειακών Λοιμώξεων (ΝΛ) και της Μικροβιακής Αντοχής (ΜΑ), αποτελεί μία από τις πρώτες δράσεις που θα αναλάβει ο οργανισμός και θα συνεχίσει με στόχο την επέκτασή τους σε όλα τα Νοσοκομεία της χώρας αναμένοντας ότι θα συμβάλλει ουσιαστικά στην βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας που λαμβάνει ο πολίτης».
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, οι στόχοι του Προγράμματος είναι ιδιαίτερα επίκαιροι και περιλαμβάνουν:
• Ενίσχυση των επιτροπών λοιμώξεων σε επιλεγμένα νοσοκομεία με πρόσθετο νοσηλευτικό προσωπικό για τον έλεγχο των μολύνσεων, το οποίο θα είναι εκπαιδευμένο στον έλεγχο των λοιμώξεων.
• Ανάπτυξη εθνικού συστήματος παρακολούθησης λοιμώξεων που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη και συστήματος παρακολούθησης AMR, που θα παρέχει σε υποδομές υγείας, αρμόδιες τοπικές και εθνικές Αρχές και συνολικά στη χώρα τα δεδομένα που απαιτούνται για τον εντοπισμό προβληματικών περιοχών, την παρακολούθηση της προόδου των πολιτικών πρόληψης και, τελικά, για την εξάλειψη λοιμώξεων που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη και για τη μείωση της AMR.
• Δημιουργία εθνικού προγράμματος εκπαίδευσης και κατάρτισης, με διαπίστευση, πάνω στις βασικές αρχές πρόληψης και ελέγχου των νοσοκομειακών λοιμώξεων και της AMR.
• Δημιουργία δικτύου συνεργασίας 10 νοσοκομείων όπου θα εφαρμοστεί εντατικό πρόγραμμα βελτίωσης σε θέματα νοσοκομειακών λοιμώξεων και μικροβιακής αντοχής. Μέσω της ανταλλαγής γνώσεων και καλών πρακτικών, ομάδες από διαφορετικούς οργανισμούς συνεργάζονται μεταξύ τους και με τους βασικούς εμπλεκόμενους φορείς ώστε να δοκιμάσουν και να εφαρμόσουν άμεσα αλλαγές που επιφέρουν βελτιωμένα αποτελέσματα με διάρκεια.
Από την πλευρά του, ο κ. Βασίλης Μπαλάνης, Διευθύνων Σύμβουλος του ΟΔΙΠΥ, σημείωσε: «Ο ΟΔΙΠΥ έχει ως στόχο τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας, έχοντας πάντα στο επίκεντρο τον ασθενή. Σε αυτό το πλαίσιο, απαιτείται η διαρκής αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας, της τεχνικής αρτιότητας, καθώς επίσης και της προσβασιμότητας στις υπηρεσίες υγείας. Το ρόλο αυτό αναλαμβάνει από την πρώτη μέρα λειτουργίας του ο ΟΔΙΠΥ και μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα από την σύστασή του είναι στην ευχάριστη θέση να βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωση της δημιουργίας του μνημονίου συνεργασίας με το CLEO για το Εθνικό Πρόγραμμα για πρόληψη και έλεγχο νοσοκομειακών λοιμώξεων και μικροβιακής αντοχής. Μέσω του Προγράμματος θα αναπτυχθούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα δείκτες ποιότητας που θα παρακολουθούνται και θα χρησιμοποιούνται στα πλαίσια της αξιολόγησης των φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας σε όλη τη χώρα».
Ο Καθηγητής Θεοκλής Ζαούτης, Επιστημονικός Διευθυντής του CLEO, σημειώνει: «Η δουλειά που έχουμε κάνει μέχρι σήμερα στο CLEO επιβεβαιώνει ότι τα συστήματα παρακολούθησης των λοιμώξεων προσφέρουν δεδομένα που είναι απαραίτητα για την ανάδειξη στόχων και τη δημιουργία παρεμβάσεων που θα περιορίσουν τη λανθασμένη χρήση και την κατάχρηση των αντιβιοτικών. Οι παρεμβάσεις που βασίζονται στην εκπαίδευση, την επιτήρηση και σε ένα σύστημα ανατροφοδότησης των δύο, μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη βελτίωση της κατάλληλης διαχείρισης των αντιβιοτικών. Ενδεικτικά, έπειτα από μελέτη-παρέμβαση που συντόνισε το CLEO σε 7 χειρουργικά τμήματα τριών μεγάλων ελληνικών νοσοκομείων το ποσοστό των ενήλικων ασθενών που έλαβαν κατάλληλη περιεγχειρητική αντιμικροβιακή προφύλαξη βελτιώθηκε από 6,2% σε 77,1%!»
Όπως εξηγεί ο Δρ. Ζαούτης, «τέτοιες παρεμβάσεις, σε συνδυασμό με την εφαρμογή σωστής συνταγοράφησης και ελέγχων ποιότητας αλλά και με την ενίσχυση της κουλτούρας όλων των επαγγελματιών υγείας και του γενικού πληθυσμού στη σωστή χρήση των αντιβιοτικών και σε πρακτικές πρόληψης όπως η συστηματική υγιεινή των χεριών, είναι εργαλεία που θα αξιοποιήσουμε από κοινού με τον ΟΔΙΠΥ, στο πλαίσιο του Εθνικού Προγράμματος το οποίο τίθεται σε λειτουργία, για να πετύχουμε τους στόχους μας».
Η πρόκληση της πανδημίας
Οι προκλήσεις για το νέο Πρόγραμμα είναι ακόμα μεγαλύτερες εν μέσω της πανδημίας COVID-19. Η μικροβιακή αντοχή δεν μειώνει απλώς την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων. Η ίδια η αντοχή μπορεί να αυξηθεί λόγω αλόγιστης ή λανθασμένης χρήσης αντιβιοτικών σε ασθενείς, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την αποτελεσματική θεραπεία για ένα φάσμα ασθενειών και ομάδων ασθενών, ανεξαρτήτως πανδημίας. Επιπροσθέτως, οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας ενδέχεται να επιδεινώσουν βασικούς παράγοντες που ενισχύουν τη μικροβιακή αντοχή, όπως η περιορισμένη ή μη έγκαιρη πρόσβαση σε δομές υγειονομικής περίθαλψης ασθενών με ανθεκτικές λοιμώξεις, η χρήση φαρμάκων στην παραγωγή τροφίμων (ζωική και φυτική παραγωγή) και η περιβαλλοντική διαχείριση, αυξάνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης και μετάδοσης ανθεκτικών μικροβίων.
Γι’ αυτό, ενώ πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στον έλεγχο της πανδημίας, δεν πρέπει να παραβλεφθούν οι συνεχείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της μακροπρόθεσμης παγκόσμιας απειλής της μικροβιακής αντοχής.