Νέα

«Οδικός χάρτης» για ασφαλή έξοδο από το lockdown

ΕΞΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΕΙ Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ

Πόσο έχει αλλάξει η ζωή μας μετά το lockdown για τον περιορισμό εξάπλωσης του COVID-19; Πόσο έτοιμοι είμαστε, τόσο οι πολίτες όσο και η πολιτεία, να υιοθετήσουμε συνήθειες και κανόνες που ίσως απέχουν από την προηγούμενη κανονικότητα αλλά μπορούν να μας κρατήσουν ασφαλείς όσο διαρκεί η πανδημία; Γνωρίζουμε τα βήματα για να το πετύχουμε αυτό;

Τέσσερις μήνες μετά την εμφάνιση των πρώτων αναφορών από τη Wuhan της Κίνας για το νέο κορονοϊό που προκαλεί την ασθένεια COVID-19, περισσότεροι από 4.000.000 άνθρωποι παγκοσμίως έχουν μολυνθεί και 276.000 από αυτούς έχουν χάσει τη ζωή τους. Στην Ελλάδα η εξάπλωση της νόσου ήταν πιο αργή και πιο περιορισμένη σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Έως τις 10 Μαΐου, η χώρα είχε 2.716 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 151 θανάτους, από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, εν πολλοίς χάρη στα έγκαιρα και αυστηρά μέτρα περιορισμού της εξάπλωσης του ιού και στα υψηλά επίπεδα συμμόρφωσης των πολιτών.

Τώρα, με την ορμή της πανδημίας να δείχνει σημάδια επιβράδυνσης σε όλη την Ευρώπη, το επόμενο «στοίχημα» που καλούμαστε να κερδίσουμε είναι η σταδιακή επανεκκίνηση της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, που ξεκίνησε και στην Ελλάδα από τις 4 Μαΐου και συνεχίζεται αυτή την εβδομάδα με προσαρμογή των μέτρων περιορισμού της πανδημίας.

Το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO (cleoresearch.org) παρουσιάζει έναν «οδικό χάρτη» με βασικά, απαραίτητα βήματα που πρέπει να ακολουθούν πολίτες και πολιτεία σε κάθε χώρα, βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών που δίνουν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC), η Εταιρεία Λοιμωδών Νοσημάτων της Αμερικής (IDSA) και οι γιατροί σε όλο τον κόσμο, ώστε να πορευτούμε σε αυτή τη μεταβατική περίοδο με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια.

Συγχρονισμός και παρακολούθηση. Η άρση των μέτρων πρέπει να βασίζεται σε αυστηρά επιστημονικά κριτήρια και πρέπει να πραγματοποιείται σταδιακά. Για τη χαλάρωση των μέτρων περιορισμού, η EC προσδιορίζει τα παρακάτω κριτήρια ως απαραίτητα: 

  • Επιδημιολογικά στοιχεία που δείχνουν ότι η εξάπλωση της νόσου έχει μειωθεί και σταθεροποιηθεί, 
  • Επαρκής ικανότητα διαχείρισης από το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και 
  • Ικανότητα επιτήρησης για ιχνηλάτηση, εντοπισμό και απομόνωση μολυσμένων από τον ιό ατόμων.

Η EC και ο ΠΟΥ υπογραμμίζουν ότι η άρση των μέτρων πρέπει να γίνεται σε φάσεις, με επαρκή χρονικά διαστήματα μεταξύ αυτών. Τέλος, θα πρέπει χώρες και πολίτες να είναι προετοιμασμένοι για νέους περιορισμούς αν αυτοί κριθούν απαραίτητοι.Σε άρθρο τους στο περιοδικό της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης (JAMA), ο καθηγητής του Χάρβαρντ Δρ. Rochelle Walensky και οι συνεργάτες του σημειώνουν ότι νέες στρατηγικές, όπως θερμόμετρα που συνδέονται με το Διαδίκτυο, ειδικά applications για την ανίχνευση συμπτωμάτων και τήρηση της κοινωνικής απόστασης «θα μπορούσαν να γίνουν ένα νέο πρότυπο για την παρακολούθηση της νόσου».

Συντονισμός και επικοινωνία. Η EC ζήτησε συντονισμό μεταξύ των κρατών-μελών και, τουλάχιστον, επικοινωνία και συζήτηση σχετικά με τις διάφορες αποφάσεις που μπορούν να λάβουν τα κράτη-μέλη για την άρση των μέτρων περιορισμού. Οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση εξάπλωσης σε γειτονικές χώρες. Ο ΠΟΥ προτείνει τη λήψη μέτρων σε αεροδρόμια και λιμάνια, όπως έλεγχος εισόδου και εξόδου και επαρκείς υποδομές για να τίθενται σε καραντίνα τυχόν ασθενείς ή άλλοι επιβάτες. Παράλληλα, μια ενδιαφέρουσα πρακτική για την παρακολούθηση και το συντονισμό της άρσης των μέτρων αποτελεί η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπως έχει συστήσει για τις ΗΠΑ η Εταιρεία Λοιμωδών Νοσημάτων της Αμερικής (IDSA). Τέλος, ο ΠΟΥ υπογραμμίζει τη σημασία μιας σαφούς, άμεσης, συνεπούς επικοινωνίας μεταξύ των υπευθύνων λήψης αποφάσεων και του κοινού σε όλα τα στάδια της αντίδρασης στην πανδημία.

Τεστ. Τα τεστ είναι απαραίτητο εργαλείο για την ασφαλή άρση των μέτρων περιορισμού και πρέπει να είναι μαζικά, γρήγορα, ακριβή και συνεχή. Τεστ που ανιχνεύουν αντισώματα που υπάρχουν στο αίμα όταν το σώμα αντιδρά σε λοίμωξη, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ευρέως για την εκτίμηση του βαθμού μόλυνσης σε έναν πληθυσμό και για την καθοδήγηση των αποφάσεων που αφορούν τη δημόσια υγεία. Τα τεστ αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR), τα οποία ανιχνεύουν το ίδιο το αντιγόνο, πρέπει να είναι προσβάσιμα και διαθέσιμα σε όλους. Εξετάσεις πρέπει να χορηγούνται αμέσως σε οποιονδήποτε εμφανίζει συμπτώματα του COVID-19, καθώς και να διενεργούνται τακτικά σε ασυμπτωματικά άτομα, προκειμένου να ελέγχεται και η ασυμπτωματική μετάδοση. Ο καθηγητής του Χάρβαρντ Δρ. Walensky και οι συνεργάτες του προτείνουν: «Στρατηγικές όπως τα τεστ στο σπίτι θα πρέπει να υιοθετηθούν προκειμένου να μπορούν οι άνθρωποι να αυτοελέγχονται όποτε είναι απαραίτητο». Η ISDA συνιστά «τη διαμόρφωση υποδομών για ασφαλή και γρήγορα τεστ, που δεν διαταράσσουν τη λειτουργία των δομών υγειονομικής περίθαλψης (π.χ. drive-through τεστ ή προσωρινά σημεία ελέγχου)».

Τήρηση κοινωνικής απόστασης. Για το άμεσο μέλλον, πιθανότατα έως την ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής θεραπείας ή εμβολίου για το COVID-19, κάποιος βαθμός κοινωνικής απόστασης θα συνεχίσει να απαιτείται. Οι μαζικές συγκεντρώσεις πρέπει να αποθαρρύνονται ή να απαγορεύονται, τουλάχιστον έως την ολοκλήρωση της άρσης των περιοριστικών μέτρων. Οι άνθρωποι πρέπει να ενθαρρύνονται να εργάζονται από το σπίτι όπου είναι δυνατόν και οι επιχειρήσεις κάθε είδους πρέπει να προσαρμόζονται στη διάχυτη πυκνότητα, π.χ. χωρίζοντας γραφεία ή κοινόχρηστους χώρους, υιοθετώντας κλιμακωτές βάρδιες και περιορίζοντας τον αριθμό των ατόμων που επιτρέπονται μέσα σε καταστήματα ή εστιατόρια. Ο ΠΟΥ επισημαίνει ότι «πρέπει να διατηρηθούν ατομικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων ιατρικών μασκών για συμπτωματικά άτομα, απομόνωση και θεραπεία ασθενών, καθώς και μέτρα υγιεινής (υγιεινή χεριών, βήξιμο στο εσωτερικό του αγκώνα κ.λπ.)».

Φροντίδα ευάλωτων πληθυσμών. Ο Δρ Walensky και οι συνεργάτες του σημειώνουν ότι «ο COVID-19 μετατράπηκε γρήγορα σε μια ασθένεια των κοινωνικά ευάλωτων» και υποστηρίζει ότι η κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να αποτελεί βασικό συστατικό των μέτρων κατά της εξάπλωσης του ιού. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί σε θέματα ευάλωτων ή μειονοτικών ομάδων, όπως η δυσκολία της κοινωνικής απομόνωσης για όσους ζουν σε καταυλισμούς και σε άλλα συνωστισμένα περιβάλλοντα, ή για τους άστεγους. Οι ευάλωτοι πληθυσμοί περιλαμβάνουν επίσης αυτούς που διατρέχουν τον υψηλότερο ιατρικό κίνδυνο, όπως οι ηλικιωμένοι, ιδίως εκείνοι που βρίσκονται σε εγκαταστάσεις μακροχρόνιας περίθαλψης και άτομα με υποκείμενα νοσήματα. Ο ΠΟΥ θεωρεί ότι «η προστασία των ευάλωτων πληθυσμών πρέπει να είναι κεντρική προτεραιότητα για να ληφθεί η απόφαση διατήρησης ή άρσης ενός μέτρου».

Επένδυση στη δημόσια υγεία. Η ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και η αύξηση των πόρων για τη δημόσια υγεία είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία όλων των παραπάνω μέτρων, από την ιχνηλάτηση έως τα μαζικά τεστ. Η ISDA, ο ΠΟΥ και η EC ζητούν την αύξηση τόσο της δυναμικότητας των εθνικών συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης όσο και των αποθεμάτων προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού και μέσων υγειονομικής φροντίδας. Η ISDA συνιστά συγκεκριμένα «μαζικές επενδύσεις με στόχο την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας υγείας για τη διεξαγωγή τεστ, την ιχνηλάτηση επαφών, το συντονισμό και την υποστήριξη των δομών υγειονομικής περίθαλψης». Από την πλευρά του, ο ΠΟΥ υπογραμμίζει τη σημασία της κατάρτισης των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, πέρα από την παροχή προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού. Και ενώ οι εκτιμήσεις για το κόστος της απαιτούμενης επένδυσης στα εθνικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης μπορεί να είναι μεγάλες, ο Walensky και οι συνεργάτες του σημειώνουν με νόημα ότι «το κόστος αυτό ωχριά σε σύγκριση με το εκθετικά πολλαπλάσιο κόστος από το συνεχιζόμενο lockdown που επιβάλλει ενδεχόμενη αδυναμία του συστήματος να διαχειριστεί την πανδημία».

COVID-19: Πιο επίκαιρη από πότε η πρόκληση της σωστής χρήσης αντιβιοτικών

ΣΟΒΑΡΗ ΑΠΕΙΛΗ Η ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗ ΑΝΤΟΧΗ ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ

Σε «αχίλλειο πτέρνα» για την Δημόσια Υγεία αλλά και για την αντιμετώπιση του COVID-19 ειδικότερα, κυρίως στις περιπτώσεις ασθενών με βαριά συμπτώματα και επιπλοκές, αναδεικνύεται το πρόβλημα της αντοχής στα αντιβιοτικά εν μέσω της πανδημίας του νέου κορονοϊού, που έχει φέρει στην επιφάνεια αδυναμίες και διαρθρωτικά προβλήματα στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης παγκοσμίως.

Τι είναι η αντοχή στα αντιβιοτικά;
Η αντοχή στα αντιβιοτικά εμφανίζεται όταν τα βακτήρια προσαρμόζονται στη φαρμακευτική αγωγή που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία λοιμώξεων όπως, μεταξύ άλλων, η πνευμονία, η φυματίωση, οι σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και οι σοβαρές δερματικές παθήσεις. Καθώς τα βακτήρια αλλάζουν, γίνονται ανθεκτικά σε αυτά τα φάρμακα, γεγονός που καθιστά όλο και πιο δύσκολη την αντιμετώπιση αυτών των μολυσματικών ασθενειών.
Εδώ και χρόνια ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και άλλοι κορυφαίοι οργανισμοί δημόσιας υγείας προειδοποιούν ότι η αντοχή στα αντιβιοτικά, η οποία προκαλείται κυρίως από την υπερβολική χρήση τους, είναι μια από τις σοβαρότερες απειλές για τη δημόσια υγεία και την ανάπτυξη παγκοσμίως. Τουλάχιστον 700.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες ανθεκτικές στα φάρμακα, ενώ ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι αυτός ο αριθμός μπορεί να φτάσει μέχρι τους 10 εκατομμύρια θανάτους ετησίως έως το 2050.
Ο COVID-19 δημιουργεί αυξημένη ανάγκη για λειτουργία μονάδων εντατικής θεραπείας –οι οποίες είναι το μέρος με το υψηλότερο ποσοστό νοσοκομειακών λοιμώξεων και μικροβιακής αντοχής– και μάλιστα για ασθενείς που είναι ευαίσθητοι σε δευτερογενείς λοιμώξεις. Αυτός ο συνδυασμός συνιστά μεγάλη δοκιμασία στο μέτωπο της αντιμετώπισης του προβλήματος της αντοχής στα αντιβιοτικά.

Αντοχή και COVID-19
Με την πανδημία να εξαπλώνεται ταχύτατα σε όλο τον κόσμο, έχοντας μολύνει περίπου 3 εκατομμύρια ανθρώπους και έχοντας προκαλέσει περισσότερους από 200.000 θανάτους έως σήμερα, το πρόβλημα της αντοχής στα αντιβιοτικά εξελίσσεται σε ακόμη σοβαρότερη απειλή, όπως επισημαίνει το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων.
Οι βακτηριακές λοιμώξεις είναι συχνά η κύρια αιτία υψηλού ποσοστού θνησιμότητας κατά τη διάρκεια ιογενών πανδημιών, λόγω της αυξημένης εξάπλωσης τους σε κέντρα υγειονομικής περίθαλψης με αυξημένο φόρτο περιστατικών, όπου πλήττουν ήδη εξασθενημένους και ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Όπως αναφέρουν ο ιστορικός του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Claas Kirchhelle και οι συνεργάτες του σε άρθρο στο «Scientific American», μεγάλο ποσοστό θανάτων κατά τη διάρκεια της πανδημίας γρίπης το 1918-20 οφειλόταν όχι τόσο στην ίδια τη γρίπη όσο σε βακτηριακές λοιμώξεις που εξαπλώθηκαν στους θαλάμους των νοσοκομείων. Ομοίως, εκτιμάται ότι μεταξύ 29% και 55% των θανάτων που σχετίζονται με την πανδημία γρίπης Η1Ν1 το 2009, προκλήθηκαν στην πραγματικότητα από δευτερογενή βακτηριακή πνευμονία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μελέτη που διεξήχθη σε 191 ασθενείς στην Wuhan της Κίνας έδειξε πως οι μισοί από τους ασθενείς που κατέληξαν από τον COVID-19 είχαν διαγνωστεί και με δευτερογενή λοίμωξη.
Πέρα από το γεγονός ότι η αντοχή στα αντιβιοτικά μειώνει την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων που είναι επειγόντως απαραίτητα για την καταπολέμηση βακτηριακών λοιμώξεων κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας, η αντίσταση στα φάρμακα μπορεί να αυξηθεί και λόγω των μεγάλων ποσοτήτων αντιβιοτικών που συνταγογραφούνται σε ασθενείς με COVID-19, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματική θεραπεία για ένα πλήθος ασθενειών και μεγάλες ομάδες πληθυσμών, πέρα από το πεδίο οποιασδήποτε πανδημίας.

Απειλή για την Ελλάδα
Η απειλή αυτή είναι ιδιαίτερα σοβαρή για την Ελλάδα, η οποία ιστορικά έχει από τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης και αντοχής στα αντιβιοτικά στην Ευρώπη: πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη χρήση αντιβιοτικών στις μονάδες αυξημένης νοσηλείας της ΕΕ για το 2016-17, έδειξε ότι η συχνότητα της χρήσης αντιβιοτικών στην Ελλάδα ήταν 55,6%, σε σύγκριση με το 30,5% στην Ευρώπη συνολικά. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ευρώπη, πολλές από τις οποίες προκαλούνται από οργανισμούς – γνωστοί ως «super bugs»- που είναι ανθεκτικοί σε πολλά διαφορετικά φάρμακα. Το αποτέλεσμα είναι ότι αν και η Ελλάδα έχει σχετικά χαμηλά ποσοστά νόσησης και θανάτων από τον κορονοϊό, η χώρα διατρέχει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κρουσμάτων και θανάτων λόγω βακτηριακών λοιμώξεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Λύσεις
Το πιο αποτελεσματικό όπλο που διαθέτουμε για την καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής είναι απλό, οικονομικό και τεκμηριωμένο με ισχυρά στοιχεία: Πρόκειται για την αντιμικροβιακή διαχείριση, η οποία στοχεύει στη βελτιστοποίηση της χρήσης αντιβιοτικών προκειμένου να αποτρέψει ταυτόχρονα της ανάπτυξη αντοχής και να βελτιώσει τα αποτελέσματα στους ασθενείς.
Ήδη από το 2011 το CLEO έχει επικεντρώσει μέρος του ερευνητικού έργου του τόσο στην ανάπτυξη μεθόδων αντιμικροβιακής διαχείρισης σε υγειονομικές δομές στην Ελλάδα όσο και στη μείωση της υπερβολικής χρήσης αντιβιοτικών.

COVID-19: Τι είναι η ανοσία της αγέλης;

Τι είναι η ανοσία;

Τα σώματά μας καταπολεμούν τις μεταδοτικές ασθένειες μέσω ενεργειών του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Για την ακρίβεια όταν αναρρώσουμε μετά από μία λοίμωξη, διατηρούμε συχνά μια ανοσολογική μνήμη της νόσου που μας επιτρέπει να καταπολεμήσουμε την ίδια ασθένεια στο μέλλον. Αυτό είναι το πώς τα εμβόλια δουλεύουν, δημιουργώντας αυτή την ανοσοποιητική μνήμη χωρίς να χρειάζεται να αρρωστήσει κάποιος από την ασθένεια.
Η κύρια διαφορά μεταξύ της ανοσίας που προέρχεται από ένα εμβόλιο ή τη νόσηση είναι η αποτελεσματικότητα. Οι εμβολιασμοί είναι ένας ενεργός, τεχνητός τρόπος ανοσίας που βοηθάει κάποιον να έρθει σε επαφή με τον ιό, ενώ οι μολύνσεις είναι τελικά ο πιο φυσικός τρόπος να αναπτυχθεί ανοσία.
Αν και οι δύο τύποι ανοσίας μπορούν να διαρκέσουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μια φυσική μορφή ανοσίας είναι συνήθως πιο αποτελεσματική και μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη παραγωγή αντισωμάτων, πράγμα που βοηθάει περισσότερο στην αποφυγή πιθανής μελλοντικής μόλυνσης.


Τι είναι η ανοσία της αγέλης και πως μπορεί να αποκτηθεί;

Η ανοσία της αγέλης εκφράζει το φαινόμενο όπου ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό ενός πληθυσμού έχει αποκτήσει ανοσία σε έναν παθογόνο παράγοντα, οπότε η συγκεκριμένη νόσος δεν μπορεί να εξαπλωθεί ευρέως. Με αυτό τον τρόπο δύναται τα άτομα με αυξημένο κίνδυνο νόσησης να προστατεύονται από τη λοίμωξη επειδή περιβάλλονται από ανθρώπους που έχουν αναπτύξει ανοσία σε αυτήν.
Η ανοσία της αγέλης μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω μαζικών προφυλακτικών εμβολιασμών είτε μέσω νόσησης ενός σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού από τη συγκεκριμένη ασθένεια προκειμένου να αναπτύξει αντισώματα σε αυτήν.

Ποιο είναι το ποσοστό του πληθυσμού που πρέπει να είναι άνοσο για να πετύχουμε ανοσία της αγέλης;

Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο μεταδοτική είναι μια ασθένεια, δηλαδή πόσα άλλα άτομα θα μολυνθούν από οποιοδήποτε άτομο που έχει προσβληθεί από τη νόσο.
Για παράδειγμα, βάσει των εκτιμήσεων των ειδικών η ιλαρά είναι πιο μεταδοτική από τον COVID-19, αφού από κάθε άτομο που έχει νοσήσει με ιλαρά μπορούν να κολλήσουν 12-18 νέα άτομα ενώ από κάθε άρρωστο με COVID-19 μπορούν να νοσήσουν 2-3 νέα άτομα. Έτσι για να περιοριστεί η εξάπλωση της ιλαράς, οι ειδικοί εκτιμούν ότι το 93% έως 95% του πληθυσμού πρέπει να είναι άνοσο, ενώ στην περίπτωση του COVID-19, αυτό το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 40% και 70% του πληθυσμού για να σταματήσει η ταχεία εξάπλωσή του.
Επίσης, εξαρτάται από τον βιολογικό τύπο ανοσίας που αναπτύσσει το ανθρώπινο σώμα έναντι ενός παθογόνου παράγοντα. H διάρκεια της ανοσίας, δηλαδή ο χρόνος που παραμένει άνοσος ένας οργανισμός μετά τον εμβολιασμό, είναι διαφορετικός ανάλογα με το παθογόνο παράγοντα π.χ. διαφορετικό για κοκκύτη και ηπατίτιδα Α. Η ανοσία έναντι των διαφόρων παθογόνων της οικογένειας των κοροναϊών (SARS, MERS) ποικίλλει επίσης σημαντικά.
Η ανοσία της αγέλης δεν είναι κάτι που μπορεί να λειτουργήσει για οποιαδήποτε ασθένεια, αλλά μόνο για τις ασθένειες/λοιμώξεις που μεταδίδονται μεταξύ ανθρώπων. Για παράδειγμα, αν κάποιος δεν έχει ανοσία στον τέτανο (π.χ. δεν έχει εμβολιαστεί) και πατήσει ένα σκουριασμένο καρφί, μπορεί να μολυνθεί, επειδή ο τέτανος ζει σε δεξαμενές έξω από το ανθρώπινο σώμα.
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να τονιστεί ότι με τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι τώρα είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια ποιο είναι το ποσοστό του πληθυσμού που πρέπει να είναι άνοσο για τον COVID-19 για να προστατεύσει τον υπόλοιπο πληθυσμό. Χρειαζόμαστε περισσότερα δεδομένα τόσο για τη δυναμική μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο όσο και για την ανοσολογική απόκριση μετά από λοίμωξη με τον SARS-CoV-2 ιό.

Ποια είναι τα οφέλη και οι κίνδυνοι της ανοσίας της αγέλης μέσω της φυσικής νόσησης;

Το κύριο πρόβλημα με την προσπάθεια επίτευξης της ανοσίας της αγέλης μέσω της φυσικής νόσησης είναι ότι θα πρέπει να επιτραπεί η εξάπλωση της ασθένειας σε τέτοια κλίμακα ώστε να μολυνθεί ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού εκ των οποίων ένα μέρος θα πεθάνει, κάτι που θα μπορούσε ενδεχομένως να αποφευχθεί με τη συγκράτηση της νόσου.
Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου για παράδειγμα, η επίτευξη της ανοσίας της αγέλης θα απαιτούσε πάνω από 47 εκατομμύρια άτομα να νοσήσουν. Οι τρέχουσες εκτιμήσεις λένε ότι η θνητότητα του COVID-19 μπορεί να κυμαίνεται από ~0,5% έως και πάνω από 2%, ενώ περίπου το 1/5 των ασθενών με COVID-19 θα νοσήσει σοβαρά. Αυτό σημαίνει ότι η επίτευξη της ανοσίας της αγέλης στο COVID-19 στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να οδηγήσει σε πάνω από 200.000 θανάτους, με άλλα οκτώ εκατομμύρια ανθρώπους να απαιτούν περίθαλψη σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.
Από την άλλη πλευρά, αν δεν επιτραπεί η εξάπλωση του ιού ώστε να επιτευχθεί ανοσία της αγέλης λαμβάνοντας μέτρα περιορισμού και επιτήρησης, υπάρχει ο κίνδυνος μιας αναζωπύρωσης του COVID-19, μεταθέτοντας το πρόβλημα μερικούς μήνες αργότερα, εκτός και αν μέχρι τότε έχει αναπτυχθεί και κυκλοφορήσει το εμβόλιο, πράγμα που μοιάζει πρακτικά αδύνατον.
Ο στόχος, όπως αναφέρουν αναλυτές είναι αφενός να καταστεί πιο αργή η εξάπλωση («πιο ομαλή καμπύλη»), με παράλληλη διαμόρφωση «ανοσίας αγέλης» σταδιακά μέσα από αυτούς που θα νοσήσουν με ήπια συμπτώματα.

Ο ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ

Κλειδί η πρόληψη για την προστασία από τις λοιμώξεις

Την ανάγκη ο νέος κορωνοϊός (COVID-19) να αποτελέσει μια ευκαιρία αφύπνισης για αυξημένη συνειδητοποίηση, δράση και επικέντρωση στην πρόληψη για τον έλεγχο των λοιμώξεων στην Ελλάδα επισημαίνει το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων.

«Η γενικευμένη και συντονισμένη αντίδραση των υγειονομικών αρχών αλλά και η άμεση υιοθέτηση από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών βασικών μέτρων και κανόνων πρόληψης και προστασίας από τη μετάδοση του νέου ιού, δείχνουν ότι διαθέτουμε τους κατάλληλους μηχανισμούς άμυνας και είναι στο χέρι μας να τους αξιοποιήσουμε. Το στοίχημα πλέον είναι η διαδικασία αυτή να γίνει συνείδηση σε όλους, να είναι μόνιμη και σταθερή στάση ζωής, ακόμα και μετά την υποχώρηση της πανδημίας του COVID-19, ώστε να μην χάνονται κάθε χρόνο δεκάδες ζωές συμπολιτών μας από τη γρίπη και άλλες λοιμώξεις που σίγουρα μπορούν να προληφθούν» επισημαίνει ο Καθηγητής Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας Θεοκλής Ζαούτης, Επιστημονικός Διευθυντής του CLEO.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η θνησιμότητα από τον COVID-19 είναι χαμηλή και οι άνθρωποι που κυρίως επηρεάζονται σοβαρά από τον ιό είναι αυτοί που έχουν βεβαρυμμένη υγεία. Όμως, ενώ οι περισσότερες περιπτώσεις του COVID-19 είναι ήπιες, αυτό σημαίνει ότι ο ιός μπορεί να αποτελεί ακόμη μεγαλύτερη απειλή από έναν ιό που παρουσιάζει πιο σοβαρά συμπτώματα, καθώς τα μολυσμένα άτομα μπορεί να μην γνωρίζουν ότι έχουν προσβληθεί από τον ιό και να μην λαμβάνουν κατάλληλη ιατρική περίθαλψη, οδηγώντας σε μεγαλύτερη διάδοση και μεγαλύτερη ζημιά όχι μόνο στη δημόσια υγεία αλλά και στην παγκόσμια οικονομία.

Από τους σημαντικότερους παράγοντες για τον περιορισμό της εξάπλωσης του COVID-19 είναι αφενός η λήψη μέτρων ατομικής προστασίας και πρόληψης από όλους τους πολίτες και αφετέρου οι κατάλληλες διαδικασίες ελέγχου των λοιμώξεων από τους εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, οι οποίοι περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα του πληθυσμού έρχονται σε επαφή με μολυσμένους ανθρώπους και περιβάλλοντα. Οι βασικές προφυλάξεις, όπως η σωστή υγιεινή των χεριών και η ασφαλής διάθεση των κλινικών αποβλήτων, είναι απαραίτητες, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις προφυλάξεις που αφορούν τη μετάδοση, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης απομονωμένων, σαφώς επισημασμένων χώρων απομόνωσης, ειδικού εξοπλισμού ή εξοπλισμού μιας χρήσης (αναπνευστήρες, ρόμπες, γυαλιά και γάντια).

Οι μολυσμένοι ασθενείς πρέπει να μετακινούνται όσο το δυνατόν λιγότερο εντός της μονάδας υγειονομικής περίθαλψης και όταν η μετακίνηση είναι αναπόφευκτη θα πρέπει να απομονώνονται από το προσωπικό της υγειονομικής περίθαλψης και τους άλλους ασθενείς μέσω της χρήσης διαχωριστικών, κουρτινών και κατάλληλων συστημάτων διήθησης αέρα. Τέλος, οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να εκπαιδεύονται σε μέτρα προφυλάξεις για τον έλεγχο των λοιμώξεων και τα νοσοκομεία πρέπει να βρίσκονται σε στενή επικοινωνία και συνεργασία με τις αρχές δημόσιας υγείας προκειμένου να μοιράζονται ενημερωμένες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την εξάπλωση του ιού.

Οι σημαντικότερες από αυτές τις προφυλάξεις, όπως είναι το πλύσιμο των χεριών, η χρήση ρόμπας και γαντιών και η απολύμανση ή η απόρριψη μολυσμένου εξοπλισμού, είναι γρήγορες, απλές και χαμηλού κόστους πρακτικές, που θα πρέπει να γίνουν «δεύτερη φύση» τόσο για εκείνους που εργάζονται σε περιβάλλον υγειονομικής περίθαλψης όσο και για κάθε πολίτη.

Ο COVID-19 μας δίνει ένα σημαντικό μάθημα ως προς την επείγουσα ανάγκη για αυξημένη συνειδητοποίηση, δράση και επικέντρωση στην πρόληψη και τον έλεγχο των λοιμώξεων στην Ελλάδα, όχι μόνο σε έκτακτες καταστάσεις αλλά μόνιμα. Η ελληνική κυβέρνηση προέβη πρόσφατα σε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, καθιερώνοντας με νόμο, στα τέλη Ιανουαρίου 2020, ένα Πρόγραμμα για την πρόληψη και τον έλεγχο των λοιμώξεων που σχετίζονται με τις υπηρεσίες υγείας και της μικροβιακής αντοχής, το οποίο υποστηρίζεται από μια γενναιόδωρη επιχορήγηση από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στο πλαίσιο του προγράμματος «Πρωτοβουλία για την Υγεία».

Η σημασία της πρόληψης, τόσο για την υγεία των πολιτών όσο και για την αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης είναι ιδιαίτερα εμφανής τώρα, που ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια έκτακτη ανάγκη για τη δημόσια υγεία. Η κωδικοποίηση και επιβολή της χρήσης τυποποιημένων προφυλάξεων και βέλτιστων πρακτικών είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη και τον περιορισμό τόσο των κοινών λοιμώξεων όσο και των νέων πανδημικών ασθενειών, όπως ο COVID-19.