Νέα

Ο εμβολιασμός απαραίτητο εργαλείο θωράκισης του συστήματος υγείας απέναντι σε ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας

COVID-19: ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Καθώς η σταδιακή επανεκκίνηση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής στην Ελλάδα εισέρχεται σε ένα κρίσιμο στάδιο, με το «άνοιγμα» της χώρας σε επισκέπτες από το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων και κάτοικοι χωρών που επλήγησαν ιδιαίτερα από την πανδημία COVID-19, την περίοδο αυτή έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην επαναλειτουργία τουριστικών και εμπορικών διαστηριοτήτων, σε συνέχεια του ανοίγματος των σχολείων, με κανόνες και πρακτικές προστασίας της δημόσιας υγείας.

Ωστόσο, ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα που σχετίζεται με τη δημόσια υγεία και την προστασία του συστήματος υγείας είναι η έγκαιρη θωράκιση έναντι ενός πιθανού δεύτερου κύματος της πανδημίας, προτού αυτό εκδηλωθεί το φθινόπωρο. Ανάμεσα στις απαραίτητες ενέργειες θωράκισης πρώτη θέση κατέχει ο αυξημένος εμβολιασμός του πληθυσμού, όπως επισημαίνει το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO (cleoresearch.org).

Με δεδομένο ότι εμβόλιο για τον COVID-19 δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα, είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν άλλες επιλογές, που μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό επιπλοκών και πρόσθετης επιβάρυνσης τόσο για όσους νοσήσουν από COVID-19 όσο και για τους επαγγελματίες υγείας και, κατ’ επέκταση, για το σύστημα υγείας. Τέτοιες επιλογές είναι ο εμβολιασμός έναντι μικροβίων που προκαλούν πνευμονία, όπως του πνευμονιοκόκκου (Pneumococcus) ή του ιού της γρίπης και των υποτύπων του.

Προστασία των ασθενών

Όπως είναι γνωστό, η λοίμωξη του COVID-19 προσβάλλει ιδιαίτερα τους πνεύμονες, γι’ αυτό και ασθενείς με άλλες, «δευτερογενείς» λοιμώξεις που πλήττουν το αναπνευστικό σύστημα, γίνονται εξαιρετικά ευάλωτοι στη νόσο. Ανάλογο πρόβλημα παρατηρείται κάθε χρόνο και σε ασθενείς με γρίπη, όταν αυτοί έχουν προσβληθεί και από δευτερογενείς βακτηριακές μολύνσεις (συμπεριλαμβανομένων του βακτηρίων Pneumococcus), με αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές να έχουμε υψηλότερα επίπεδα θνησιμότητας.

«Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς ότι μία έξαρση της γρίπης σε συνδυασμό με ένα δεύτερο κύμα COVID-19 και τον κίνδυνο δευτερογενούς βακτηριακής πνευμονίας το φθινόπωρο, μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις. Γι’ αυτό και ο ρόλος των εμβολίων της εποχικής γρίπης και του πνευμονιοκοκκικού είναι, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, πολύ σημαντικός», τονίζουν τα στελέχη του CLEO.

Επιβάρυνση από την κατάχρηση αντιβιοτικών

Πρόσθετο κίνδυνο δημιουργεί και η υπερβολική χρήση αντιβιοτικών στη χώρα μας, η οποία προκαλεί το φαινόμενο της ανθετικότητας των μικροβίων, που αφενός δημιουργεί δυσκολίες στη θεραπεία του ασθενούς και αφετέρου επιβαρύνει με πρόσθετο κόστος το σύστημα υγείας. 

Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε., στην Ελλάδα υπάρχει όχι μόνο υπερκατανάλωση αντιβιοτικών αλλά και υψηλότερα ποσοστά ανθεκτικότητας των μικροβίων στα αντιβιοτικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η επίπτωση των λοιμώξεων από μικροοργανισμούς ανθεκτικούς στα αντιβιοτικά να είναι ιδιαίτερα υψηλή στη χώρα μας.

Προστασία των επαγγελματιών υγείας

Η πρόληψη και η προστασία, τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους επαγγελματίες υγείας είναι απαραίτητη και γι’ αυτό οφείλουμε να δώσουμε έμφαση στον εμβολιασμό τους. Η ανάγκη αυτή ειδικά για τους επαγγελματίες υγείας είναι ακόμα μεγαλύτερη στην παρούσα συγκυρία, που σηκώνουν το μεγάλο βάρος της εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος υγείας σε μία ιδιαίτερα επιβαρυμένη περίοδο, καθώς στοιχεία από προηγούμενες έρευνες του CLEO έχουν καταδείξει ότι το ποσοστό των επαγγελματιών υγείας που εμβολιάζονται τακτικά, σε ετήσια βάση, στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χαμηλό, φτάνοντας μόλις το 14%.

«Κλειδί» η ενημέρωση

Στην κατεύθυνση αυτή, είναι επίσης αναγκαίο να σχεδιαστούν και πραγματοποιηθούν καμπάνιες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για τη σημασία του εμβολιασμού, προκειμένου να υπάρξει αφενός γνώση και διάχυση της πληροφορίας και αφετέρου αυξημένη πρόσβαση στον εμβολιασμό για το σύνολο του πληθυσμού και ιδιαίτερα για τις ευπαθείς ομάδες.

Στοιχεία από μελέτη που έγινε σε τρεις χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έδειξαν την ανάγκη για περισσότερη επικοινωνία σχετικά με το θέμα του εμβολιασμού, καθώς φαίνεται ότι η εμπιστοσύνη στην πολιτεία και στο σύστημα υγείας επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την αποδοχή του εμβολιασμού από τον γενικό πληθυσμό.

Χορήγηση αντιβιοτικών μόνο με συνταγή γιατρού

Μονόδρομος στη μάχη κατά της ανθεκτικότητας των μικροβίων στην Ελλάδα;

Η ανθεκτικότητα των μικροβίων αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας με σοβαρές επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, και για την υγεία του ασθενούς, καθώς αφενός δημιουργεί δυσκολίες στη θεραπεία και αφετέρου επιβαρύνει με πρόσθετο κόστος τα εθνικά συστήματα υγείας. Η συνολική ποσότητα αντιβιοτικών που καταναλώνει ένας πληθυσμός, καθώς και ο τρόπος κατανάλωσής τους, αποτελούν παράγοντες ανάπτυξης αντοχής των βακτηρίων στα αντιβιοτικά.

Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε., στην Ελλάδα υπάρχει όχι μόνο υπερκατανάλωση αντιβιοτικών αλλά και υψηλότερα ποσοστά ανθεκτικότητας των μικροβίων στα αντιβιοτικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η επίπτωση των λοιμώξεων από μικροοργανισμούς ανθεκτικούς στα αντιβιοτικά να είναι μεγαλύτερη στην Ελλάδα όπως και στην Ιταλία, τόσο σε θανάτους όσο και σε νοσηρότητα. Σημαντικός παράγοντας αναχαίτισης της ανάπτυξης ανθεκτικότητας αποτελεί η λελογισμένη χρήση αντιβιοτικών, ωστόσο η Ελλάδα κατατάσσεται στην 1η θέση της Ε.Ε. στην κατανάλωση αντιβιοτικών στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και μάλιστα αρκετά πιο μπροστά από τη Ρουμανία, που βρίσκεται στη 2η θέση. 

Ενώ στη χώρα μας, ήδη από το 1973, δεν επιτρέπεται η χορήγηση αντιβιοτικών χωρίς συνταγή γιατρού (ΦΕΚ 172/8.8.1973), αυτό στην πράξη δεν εφαρμόζεται. Ενδεικτικά του μεγέθους του προβλήματος είναι τα ευρήματα μελέτης του 2010, στο πλαίσιο της οποίας 21 ερευνητές πήγαν σε 174 φαρμακεία ανά την Ελλάδα και ζήτησαν 2 αντιβιοτικά χωρίς να δώσουν συνταγή γιατρού ή άλλη εξήγηση στον φαρμακοποιό. Το ένα αντιβιοτικό χορηγήθηκε σε όλες τις περιπτώσεις (100%) ενώ το δεύτερο (ciprofloxacin), που από το 2003 χρειάζεται ειδική συνταγή στα πλαίσια του περιορισμού της αλόγιστης χρήσης του, χορηγήθηκε στο 53% των περιπτώσεων. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η υποχρεωτική ειδική συνταγή από το 2003 για κάποια αντιβιοτικά κατάφερε 5 χρόνια αργότερα να περιορίσει (αν και όχι να εξαφανίσει) το φαινόμενο. 

Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι η χρήση των αντιβιοτικών δεν είναι χωρίς επιπτώσεις για τους ασθενείς και για αυτό το λόγο πρέπει να χορηγούνται μόνο επί συγκεκριμένων ενδείξεων. Αν η υποχρεωτική χορήγηση αντιβιοτικών μόνο με συνταγή γιατρού επεκταθεί και κυρίως επιβληθεί, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει έναν τρόπο να περιορίσει την υψηλή ανθεκτικότητα και να σταματήσει να είναι πρωταθλήτρια σε έναν αγώνα όπου νικητής είναι ο τελευταίος. 

Πρόσκληση για συμμετοχή σε Έρευνα: «Γνώσεις, Αντιλήψεις και Συμπεριφορές του γενικού πληθυσμού αναφορικά με την πανδημία του κορωνοϊού»

Στον απόηχο των εξελίξεων που έχει προκαλέσει η έκτακτη κατάσταση της πανδημίας του COVID-19 και προκειμένου να υπάρξει καλύτερη κατανόηση της στάσης του γενικού πληθυσμού έναντι των μέτρων που έχουν ληφθεί αλλά και έναντι της συγκεκριμένης απειλής, το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων - CLEO επεκτείνει επίκαιρη επιστημονική μελέτη που έχει πρόσφατα ολοκληρώσει, διανέμοντας μέσω ιστοσελίδων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης ένα ερωτηματολόγιο για το κοινό με θέμα «Γνώσεις, Αντιλήψεις και Συμπεριφορές του γενικού πληθυσμού αναφορικά με την πανδημία του κορωνοϊού».

Η παραπάνω μελέτη πραγματοποιήθηκε με τηλεφωνικές συνεντεύξεις, βασισμένη σε επιστημονικά αξιόπιστη μέθοδο, με τυχαίο κι αντιπροσωπευτικό δείγμα ως προς το φύλο, την ηλικία και την γεωγραφική κατανομή, και εξέτασε τις γνώσεις, αντιλήψεις και πρακτικές 1.000 ατόμων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια ισχύος των περιοριστικών μέτρων κατά της εξάπλωσης της πανδημίας.

Στόχος του ερωτηματολογίου είναι, μέσω των απαντήσεων, να περιγραφούν η τρέχουσα γνώση, η στάση και οι πρακτικές του κοινού που σχετίζονται με τον COVID-19 και να εντοπιστούν οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν αυτά τα δεδομένα.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις αντιλήψεις που διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία σχετικά με τα μέτρα ελέγχου, με το πώς αυτά επηρεάζουν τον τρόπο ζωής και αν μπορούν να επηρεάσουν τη στάση του πληθυσμού σε σχέση με άλλες πολιτικές της Δημοσίας Υγείας που αφορούν την πρόληψη (π.χ. εμβολιασμοί).

Καθώς σε όλη τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας, έρευνες μέσω ιστοσελίδων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν χρησιμοποιηθεί ευρύτατα, με ενδιαφέροντα συμπεράσματα, το CLEO σχεδίασε την επέκταση της παραπάνω έρευνας μέσω των συγκεκριμένων καναλιών, προκειμένου να εξετάσει και να συγκρίνει τα αντίστοιχα ευρήματα.

Η βοήθεια σας θα είναι πολύτιμη, προκειμένου να διαπιστώσουμε τις γνώσεις, τις αντιλήψεις και συμπεριφορές των συμπολιτών μας αναφορικά με την πανδημία του κορωνοΐου.

Συμπληρώστε το ερωτηματολόγιο που θα βρείτε εδώΔεν θα χρειαστείτε περισσότερα από δέκα λεπτά. 

Και μην ξεχνάτε: Η γνώση είναι δύναμη! 

Ο δρόμος προς την κανονικότητα περνάει από τα ανοιχτά σχολεία

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΒΗΜΑ Η ΑΣΦΑΛΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΑ ΘΡΑΝΙΑ

Λίγες ώρες πριν από την επαναλειτουργία και των μικρότερων βαθμίδων εκπαίδευσης (Δημοτικά, Νηπιαγωγεία, Παιδικοί Σταθμοί και Ειδικά Σχολεία), που θα ξεκινήσει τη Δευτέρα 1 Ιουνίου,  όλοι μαζί, μαθητές, γονείς, πολιτεία και επιστημονική κοινότητα, καλούμαστε να κάνουμε ένα σημαντικό βήμα για την επιστροφή σε μια καθημερινή ομαλότητα που όχι μόνο έχει λείψει από τα παιδιά αλλά και αποδεικνύεται απαραίτητη για την υγεία και τη σωστή ανάπτυξή τους.

Η λειτουργία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης αποτελεί σημαντικό κομμάτι της διαδικασίας επανεκκίνησης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων - CLEO (cleoresearch.org) επισημαίνει πως τα στοιχεία πρόσφατων ερευνών επιβεβαιώνουν τις σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική υγεία και ανάπτυξη των μαθητών από την παρατεταμένη αποχή από τη σχολική διαδικασία, ενώ οι σχετικές οδηγίες των μεγαλύτερων διεθνών οργανισμών ενθαρρύνουν την επιστροφή στη «σχολική κανονικότητα».

Όπως τονίζει, άλλωστε, η UNESCO «τα σχολεία είναι κόμβοι κοινωνικής δραστηριότητας και ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και όταν κλείνουν πολλά παιδιά και νέοι χάνουν την κοινωνική επαφή που είναι απαραίτητη για τη μάθηση και την ανάπτυξη».

Γιατί έκλεισαν τα σχολεία;

Το κλείσιμο όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, ένα από τα πρώτα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που έλαβε η χώρα μας έναντι της πανδημίας του SARS-CoV-2, έγινε προληπτικά, όπως στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Από τις 8 Απριλίου 2020 τα σχολεία έχουν τεθεί σε αναστολή σε εθνικό επίπεδο σε 188 χώρες, σύμφωνα με την UNESCO. Στα πρώτα στάδια θωράκισης της κοινότητας έναντι της νόσου οι επιστήμονες δεν είχαν προλάβει να μελετήσουν τη μεταδοτικότητα του νέου κορονοιού μέσα στα σχολεία και το ρόλο των σχολείων στη μετάδοσή του στην ευρύτερη κοινότητα, αλλά το κλείσιμο των σχολείων χρησιμοποιήθηκε ως ένα μέτρο που είχε επαναληφθεί στο παρελθόν για την αντιμετώπιση προηγούμενων επιδημιών (όπως της γρίπης) και άρα βασίστηκε σε μελέτες μετάδοσης των λοιμώξεων που έδειχναν πως όταν τα παιδιά νοσούν, συμβάλλουν σημαντικά στη μετάδοση.

Ωστόσο, τα μετέπειτα δεδομένα για τη μετάδοση του SARS-CoV-2 έδειξαν ότι οι κορονοϊοί δεν ακολουθούν το ίδιο μοντέλο μετάδοσης με τους ιούς της γρίπης. Ο SARS-CoV-2 που προκαλεί τον COVID-19 προσβάλλει κατά κύριο λόγο ενήλικες και μάλιστα άτομα της τρίτης ηλικίας και μόνο το 1% των ασθενών είναι παιδιά κάτω των 10 ετών. Αυτός πιθανολογείται πως είναι και ο λόγος που στην Ταϊβάν η εξάπλωση του COVID-19 ελαχιστοποιήθηκε χωρίς να κλείσουν τα σχολεία αλλά με περιοριστικά μέτρα μόνο για τις ομάδες υψηλού κινδύνου.

Μολονότι ο ακριβής ρόλος των παιδιών στη μετάδοση του ιού δεν είναι απολύτως σαφής, τα έως τώρα δεδομένα βεβαιώνουν ότι ο ρόλος τους είναι πιο περιορισμένος σε σύγκριση με των ενηλίκων. Φυσικά, σε αυτή την κατεύθυνση συνεχίζονται συστηματικές έρευνες από τους επιστήμονες προκειμένου να ληφθούν όλες οι απαραίτητες πρόνοιες για τη μέγιστη θωράκιση και των σχολείων έναντι της διασποράς του ιού.

Πόσο προστατευμένοι είναι οι μαθητές;

Όπως σημειώνει ο Δρ. Θεοκλής Ζαούτης, Παιδίατρος – Λοιμωξιολόγος και Επιστημονικός Διευθυντής του CLEO, «μελέτες που προσπαθούν να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο ο COVID-19 επηρεάζει τις νεότερες ηλικίες, υποδεικνύουν πως ένας από τους λόγους που τα παιδιά νοσούν σε μικρότερο βαθμό και σίγουρα πιο ήπια από τους ενήλικες είναι ότι έχουν λιγότερους υποδοχείς ενζύμου μετατροπής αγγειοτασίνης II (ACE-2) στους πνεύμονες. Το γεγονός αυτό περιορίζει την πιθανότητα ο ιός να εισέλθει σε ένα κύτταρο προκαλώντας σοβαρές βλάβες. Όπως επισημαίνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε πρόσφατη έκθεσή του νωρίτερα τον Μάιο σχετικά με τις επιπτώσεις του COVID-19 στα παιδιά, είναι επίσης πιθανό το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών να μπορεί να ελέγξει τον ιό καλύτερα από των εφήβων και των ενηλίκων, εντοπίζοντας και εξαλείφοντάς τον ήδη από την εμφάνισή του στους πνεύμονες».

Είναι ενδεικτικό, εξάλλου, ότι σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση της εξειδικευμένης επιστημονικής ομάδας του Imperial College London (Ferguson et al., 202) το κλείσιμο όλων των σχολείων δεν θα είχε αποτρέψει περισσότερο από 2% έως 4% των θανάτων από τον COVID-19 παγκοσμίως. Άλλα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης μπορούν να αποδειχθούν πολύ πιο αποτελεσματικά. 

Γιατί είναι σημαντική η επιστροφή στα θρανία;

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, είναι σημαντικό να σταθμίσουμε τις επιπτώσεις για τα παιδιά από την παρατεταμένη αποχή από τη σχολική διαδικασία. Όπως επιβεβαιώνει πρόσφατο άρθρο των Esposito & Principi (2020) το κλείσιμο των σχολείων οξύνει τις κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες, καθώς:

• προκειμένου να παρακολουθήσουν αποτελεσματικά την εκπαιδευτική διαδικασία μέσω Διαδικτύου τα παιδιά 5 έως 10 ετών χρειάζονται βοήθεια από τους γονείς τους, πράγμα που σημαίνει πως όταν εκείνοι δεν μπορούν να εργαστούν από το σπίτι θα πρέπει να επιλέξουν είτε να χάσουν εισόδημα προκειμένου να υποστηρίξουν τα παιδιά τους είτε να αφήσουν τα παιδιά χωρίς βοήθεια, και

• από σπίτι σε σπίτι υπάρχει μεγάλη διαφορά στη δυνατότητα πρόσβασης στα απαραίτητα τεχνολογικά εργαλεία. 

Παράλληλα, η συνεχής συνύπαρξη των μελών της οικογένειας στον ίδιο χώρο εντείνει τα φαινόμενα ψυχολογικής και σωματικής βίας σε βάρος των παιδιών, κάτι που επιβεβαιώνεται από πλήθος μελετών οι οποίες έχουν δείξει πως σε τέτοιες περιπτώσεις καταγράφεται σημαντική αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας.

Η σχολική ρουτίνα είναι σημαντικός μηχανισμός για τη διατήρηση της εσωτερικής ισορροπίας σε παιδιά και εφήβους, ιδιαίτερα σε αυτούς που ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας και στους οποίους η αποχή από το σχολείο στερεί μια «άγκυρα», με κίνδυνο να υποτροπιάσουν. Σε περιπτώσεις παιδιών με μαθησιακά προβλήματα, είναι ενδεικτικό ότι η πρόοδος σε συνεδρίες λογοθεραπείας και ομάδες κοινωνικών δεξιοτήτων μπορεί σταματήσει όταν αυτές διακόπτονται. Παράλληλα, παιδιά με ειδικές ανάγκες μπορεί να χάσουν την ευκαιρία να αναπτύξουν βασικές δεξιότητες.

Την ίδια ώρα, δεν είναι μικρότερης σημασίας προβλήματα όπως η κακή διατροφή, η αποχή από τη φυσική δραστηριότητα αλλά και η κοινωνική απομόνωση που υφίστανται οι νέοι μακριά από την κανονική καθημερινότητά τους.

Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σε περιπτώσεις που ενώ είναι κλειστά τα σχολεία οι γονείς συνεχίζουν να εργάζονται εκτός σπιτιού, η συνηθισμένη λύση να μένουν τα παιδιά με γιαγιάδες και παππούδες (ευπαθείς ομάδες) επιφέρει ρίσκο μετάδοσης και νόσησης των τελευταίων.

Επιστροφή, αλλά με ασφάλεια!

Φυσικά, η επιστροφή στα σχολεία πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα μέτρα ατομικής προστασίας μαθητών και εκπαιδευτικών, αλλά και των ατόμων του περιβάλλοντός τους. 

Ειδικότερα, σύμφωνα και με τα μέτρα που ανακοίνωσε το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας, απαιτούνται: 

- μικρότερες σε αριθμό μαθητών τάξεις, 

- τήρηση αποστάσεων, 

- υγιεινή χεριών και

- υγιεινή αιθουσών. 

Στην ίδια κατεύθυνση, ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόταση του Δρ. Δημήτρη Χρηστάκη από το Seattle Children’s Research Institute για τη δημιουργία μιας Ειδικής Ομάδας με τη συμμετοχή εκπαιδευτικών, παιδοψυχολόγων και επιδημιολόγων, με στόχο να ερευνηθούν παράμετροι όπως η μετάδοση του ιού μέσα στην οικογένεια, η αποτελεσματικότητα της εξ αποστάσεως διδασκαλίας αλλά και οι ψυχολογικές επιπτώσεις για τα παιδιά που συνεχίζουν να μένουν στο σπίτι. 

Η απειλή της πανδημίας παραμένει υπαρκτή και πολλές από τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που προκάλεσε στην ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων η παρατεταμένη αποχή από τη σχολική διαδικασία δεν είναι ακόμα σαφείς. Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να στηρίξουμε τους μαθητές για την ασφαλή επιστροφή σε μια κανονικότητα που θα έχει οφέλει για την υγεία, την ανάπτυξη και την ευημερία τους.